Αγαπητοί συνεργάτες ,
Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο – αφού σας ευχηθώ Καλό Σαββατοκύριακο και καλή αυτοδιοίκητή ψήφο σε όλους – ,
Στάθηκε η χθεσινή εγκύκλιος Ε.2057/2023 που υπενθυμίζει κάποια θέματα γύρω από τα ζητήματα των παραγραφών, αλλά και ο αγαπητός κ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ από την θες/κη , καλός επιχειρηματίας κ εσχάτως οι εταιρίες του , πελάτες του γραφείου μας , ο οποίος τελευταία έχει «μπλεχτεί στην αράχνη των διαδικασιών…».
Αξίζει λοιπόν να κάνουμε μία επανάληψη στα βασικά θέματα της διαδικασίας διενέργειας φορολογικού ελέγχου σε σχέση με την σειρά που θα πρέπει να ακολουθηθεί από τον φορολογούμενο και τον αρμόδιο ελεγκτή της υπόθεσης γύρω από την υπόθεση του φορολογικού ελέγχου.
Η εν λόγω σειρά έχει ως εξής- αν διαβαστούν ενδεικτικά με την σειρά που τα παραθέτω , οι κόκκινες σημειώσεις , πολύ γρήγορα θα γίνει κατανοητή η διαδικασία :
- Η φορολογική αρχή γνωστοποιεί στο φορολογούμενο το γεγονός ότι υπάρχει φορολογικός έλεγχος σε αυτόν, αναφέροντας του τις ελεγχόμενες φορολογικές χρήσεις και το είδος του ελέγχου. Η εν λόγω γνωστοποίηση πλέον γίνεται μέσα από την εφαρμογή του taxis, για αυτό και θέλει προσοχή στο email επικοινωνίας του φορολογούμενου.
- Στην ίδια γνωστοποίηση ο φορολογούμενος ενημερώνεται με σχετικό έγγραφο για τη δυνατότητα υπαγωγής στον Ν. 4512/2018 που έχει, όπου βάσει αυτού μπορεί να υποβάλλει οικειοθελώς τροποιητικές δηλώσεις μέχρι την κοινοποίηση των διαπιστώσεων ελέγχου, γνωστών και ως προσωρινών αποτελεσμάτων. Η εν λόγω γνωστοποίηση συνήθως κοινοποιείται μαζί με την εντολή ελέγχου.
- Η φορολογική αρχή γνωστοποιεί στο φορολογούμενο το αίτημα παροχής πληροφοριών, στο οποίο του ζητά αναλυτικά τα έγγραφα που θα πρέπει να προσκομίσει, αλλά και ζητά πληροφορίες σχετικά με τον έλεγχο που διενεργείται. Με την κοινοποίηση του εν λόγω εγγράφου, το οποίο πολλές φορές είναι πολυσέλιδο, ουσιαστικά ξεκινά η διενέργεια του ελέγχου. Το αίτημα παροχής πληροφοριών μπορεί να συμπληρωθεί και με επιπλέον συμπληρωματικά αιτήματα παροχής πληροφοριών κατά τη διάρκεια του ελέγχου, τα οποία φυσικά θα πρέπει να κοινοποιηθούν στο φορολογούμενο με κάθε τρόπο. Πολλές φορές το εν λόγω αίτημα παροχής πληροφοριών δημιουργείται βάσει των στοιχείων που έχει συλλέξει και έχει επεξεργαστεί η φορολογική αρχή από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης επενδύσεων, για αυτό πολλοί το συνδυάζουν με την έκφραση «άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών». Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό η εν λόγω φάση είναι πάρα πολύ σημαντική και μπορεί να κρατήσει για μεγάλο διάστημα, αφού ο ελεγχόμενος πρέπει να συλλέξει τα απαραίτητα έγγραφα και στοιχεία προκειμένου να μπορεί να απαντήσει σε σχέση με αυτά που τον ρωτά η φορολογική αρχή, η οποία με την σειρά της έχει ελέγξει προσεκτικά τα στοιχεία που έχει στην κατοχή της προκειμένου να δημιουργήσει ένα σωστό αίτημα παροχής πληροφοριών. Από την άλλη πλευρά, η φορολογική αρχή πρέπει να έχει τον κατάλληλο χρόνο ώστε να εξετάσει αναλυτικά τα στοιχεία και τους ισχυρισμούς που εξέθεσε μέσω υπομνημάτων ο ελεγχόμενος, προκειμένου να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα. Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι οι 5 εργάσιμες ημέρες που αναφέρονται τυπικά στο αίτημα, είναι αδύνατον να τηρηθούν και από τις δύο πλευρές, αλλά αναφέρονται στα πλαίσια του άρθρου 14 του Ν. 4987/2022.
- Μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης των στοιχείων που έχουν προσκομιστεί, εάν ο φορολογούμενος δεν κάνει χρήση του Ν. 4512/2018 δηλαδή δεν υποβάλλει οικειοθελώς τροποποιητικές δηλώσεις, η φορολογική αρχή κοινοποιεί στον φορολογούμενο το σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου και τις προσωρινές πράξεις προσδιορισμού φόρου. Όμως ο έλεγχος δεν τελειώνει εδώ, αφού με την κοινοποίηση των εν λόγω, χορηγείται στο φορολογούμενο περιθώριο τουλάχιστον 20 ημερών προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του και να προσκομίσει επιπλέον στοιχεία σχετικά με τα εν λόγω συμπεράσματα. Η εν λόγω φάση είναι παρόμοια με τη φάση Νο3 με τη μόνη διαφορά ότι ο φορολογούμενος πλέον δεν μπορεί να κάνει οικειοθελή δήλωση και η φορολογική αρχή θα πρέπει να καταλήξει στην επόμενη φάση των οριστικών πράξεων. Το περιθώριο των 20 ημερών είναι δεσμευτικό προς τη φορολογική αρχή, δηλαδή αν δεν καλυφθεί δεν μπορεί να προχωρήσει στην επόμενη φάση του ελέγχου.
- Μετά το πέρας των τουλάχιστον 20 ημερών, και αφού εξετάσει τα όποια επιπλέον στοιχεία προσκομίστηκαν, η φορολογική αρχή κοινοποιεί στο φορολογούμενο τις οριστικές πράξεις προσδιορισμού φόρου, μαζί με την έκθεση ελέγχου που αναλύεται το όλο σκεπτικό των συμπερασμάτων. Παράλληλα με την κοινοποίηση των οριστικών πράξεων η φορολογική αρχή προχωρά στη βεβαίωση των ποσών, τόσο σε επίπεδο φόρων και προσαυξήσεων, αλλά και σε επίπεδο προστίμων και σχετικών ποινών. Φυσικά μετά τη βεβαίωση μπορεί να ακολουθηθεί ότι προβλέπεται στον κώδικα είσπραξης δημοσίων εσόδων ως προς τη λήψη μέτρων είσπραξης, αν ο φορολογούμενος δεν τα πληρώσει ή δεν θα ρυθμίσει με όποια σχετική δυνατότητα του δίνεται από το νόμο.
- Μετά την κοινοποίηση των οριστικών πράξεων, ο φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει με ένδικα μέσα καταθέτοντας σχετική προσφυγή κατά των βεβαιωμένων πράξεων. Το περιθώριο για άσκηση αυτού του δικαιώματος είναι 30 ημερολογιακές ημέρες, που μετρούν από την επόμενη της ημέρας κοινοποίησης των οριστικών πράξεων. Για την άσκηση της προσφυγής δεν υπάρχει απαιτούμενο ποσό που θα πρέπει να πληρωθεί, ούτε πληρώνεται κάποιο παράβολο. Η ενδικοφανής προσφυγή απευθύνεται αναγκαστικά προς τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών η οποία έχει περιθώριο 120 ημερών να απαντήσει στην προσφυγή δικαιώνοντας ή εν μέρει δικαιώνοντας ή απορρίπτοντάς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος φορολογούμενου. Η απάντηση της Δ.Ε.Δ είναι δεσμευτική προς τη φορολογική αρχή και δεν μπορεί να την αντικρούσει. Όμως η φορολογική αρχή έχει υποχρέωση να εκθέσει τις απόψεις της στην Δ.Ε.Δ προκειμένου να τη βοηθήσει να καταλήξει σε συμπεράσματα σχετικά με τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου. Σε περίπτωση που παρέλθουν οι 120 ημέρες και η Δ.Ε.Δ δεν έχει απαντήσει στην προσφυγή, θεωρείται ότι έχει κάνει σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής. Ο φορολογούμενος αν διαφωνεί με την απάντηση της Δ.Ε.Δ ή αν υπήρξε σιωπηρή απόρριψη, διατηρεί το δικαίωμα να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια εντός 30 ημερών, από την ημέρα της κοινοποίησης της απάντησης ή από την ημέρα που παρήλθαν οι 120 ημέρες αν έγινε σιωπηρή απόρριψη.
Όλη η διαδικασία που αναλύσαμε προηγουμένως θα πρέπει να γίνεται τηρώντας αρχικά τον αυστηρό κανόνα των παραγραφών, ο οποίος αναφέρει μέχρι πότε η ελεγκτική αρχή έχει δικαίωμα να κοινοποιήσει πράξεις προσδιορισμού φόρου, πρόστιμα κλπ. Ο γενικός κανόνας εδώ και αρκετά χρόνια είναι ο κανόνας της πενταετίας που μετρά από το έτος υποβολής της δήλωσης και μετά. Για να υπολογιστεί πότε παραγράφεται ένα έτος, αρκεί να προσθέσουμε 5 έτη στο έτος υποβολής της δήλωσης. Δηλαδή οι δηλώσεις για την χρήση 2017 υποβάλλονταν το 2018 συν 5 έτη, άρα το 2017 παραγράφεται στις 31/12/2023. Βέβαια θα πρέπει να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα που προαναφέραμε σχετικά με τις προσωρινές και τις οριστικές πράξεις και έτσι για αυτό ο Οκτώβριος είναι «ζεστός» μήνας ελεγκτικά, αφού αρχίζει και μειώνεται ο χρόνος για όλους, ελεγκτές και ελεγχόμενους.
Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις που εξαιρείται ο γενικός κανόνας, οι οποίες αναλύονται στο άρθρο 36 του Ν. 4987/2022 (ΚΦΔ), αν μιλάμε για υποθέσεις χρήσεων 2019 και μετά. Αντίστοιχα στο άρθρο 36 του Ν. 4174/2013, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή τους με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 32 του ν.4646/2019, αναλύονται οι εξαιρέσεις για τις χρήσεις 2014-2018. Περαιτέρω ανάλυση για αυτές τις περιπτώσεις δόθηκε με την χθεσινή εγκύκλιο Ε.2057/2023.
Διαβάζοντας κάποιος τις εν λόγω διατάξεις μπορεί να καταλάβει ότι ένα από τα κρισιμότερα σημεία για την παραγραφή είναι το πότε υποβλήθηκε η αρχική, αλλά και η όποια συμπληρωματική φορολογική δήλωση. Επίσης κρίσιμο για το πως κρίνεται ότι προέκυψαν νέα στοιχεία στη διάθεση της φορολογικής αρχής και ποια είναι αυτά, καθώς και από το αν υπάρχουν περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Σε κάθε περίπτωση το μέγιστο διάστημα στο οποίο μπορεί να επεκταθεί η φορολογική αρχή μπορεί να φτάσει τα δέκα έτη από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης.